καυλώνω

καυλώνω
μετ. испытывать похоть

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "καυλώνω" в других словарях:

  • καυλώνω — καυλώνω, καύλωσα, καυλωμένος βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • καυλώνω — (Μ καυλώνω) [καυλός] νεοελλ. νιώθω έντονη επιθυμία για συνουσία μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καυλωμένος, η, ον αυτός που έχει σχήμα βλαστού …   Dictionary of Greek

  • ακαύλωτος — η, ο [καυλώνω] αυτός που δεν έχει πάθει στύση, δεν έχει διεγερθεί …   Dictionary of Greek

  • καυλός — ο (ΑΜ καυλός) 1. το μέρος τού φυτού που βρίσκεται πάνω από την επιφάνεια τού εδάφους, ο βλαστός («ἤ σίλφιον ἤ ὀπὸς ἤ καυλός», Ιπποκρ.) 2. το ανδρικό μόριο 3. αρχιτ. ο κορμός τού κίονα, δηλαδή ο κίονας χωρίς το κιονόκρανο αρχ. 1. η θήκη στην οποία …   Dictionary of Greek

  • καύλα — η 1. η στύση τού πέους 2. (γενικά) έντονη επιθυμία για συνουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < καυλώνω υποχωρητικά] …   Dictionary of Greek

  • καύλωμα — το [καυλώνω] η καύλα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»